καλαρέσω

καλαρέσω
καλάρεσα, είμαι αρεστός, συμπαθής: Δε μου καλάρεσε αυτός ο κύριος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαρέσω — (συν. με τις προσ. αντων. μού, σού, τού, μάς κ.λπ., ως απρόσ. και ως προσ.) μού καλαρέσει μού αρέσει πολύ, μού είναι ευχάριστο …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοαρέσω — και καλαρέσω (συν. στο γ πρόσ.) καλοαρέσει ή καλαρέσει είναι αρεστό, ευχάριστο ή συμπαθές («δεν μού καλοαρέσει αυτός ο άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + αρέσω] …   Dictionary of Greek

  • καλοαρέσω — βλ. καλαρέσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”